- θεσιθήρας
- ο охотник до тёплого местечка; карьерист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεσιθήρας — ο άτομο που επιδιώκει να διοριστεί, ιδίως στο δημόσιο, με κάθε μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσις + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
θεσιθήρας — ο αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να διοριστεί σε κάποια δημόσια υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσιθηρώ — [θεσιθήρας] είμαι θεσιθήρας … Dictionary of Greek
σπουδαρχίδης — ὁ, ΜΑ 1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας («πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.) 2. ο σπουδάρχης*, ο θεσιθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα ίδης (πρβλ. μισθαρχ ίδης)] … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
θεσιθηρία — η οι ενέργειες και η συμπεριφορά τού θεσιθήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσιθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek